Ένα νομαδικό ταξίδι από τα γουναράδικα της Καστοριάς, στις μεγαλοβιομηχανίες της Νέας Υόρκης, τα λυβικά λιμάνια και τις μοδίστρες της Καλλιθέας. Ο σχεδιαστής ρούχων Γιώργος Σειρηνίδης έχει πολλά να θυμηθεί.
Λευκό-ασημί-γκρι και μαύρο, δέρμα-μετάξι και συνθετικά, κορίτσια, ταξίδια και θολές αναμνήσεις από τα αμμοτόπια της Σαχάρα, αυτά είναι τα υλικά του Γιώργου Σειρινίδη...
Τα ρούχα του Seiri, όπως μας αρέσει να τον αποκαλούμε, είναι τζιχάντ στο όνομα της δημιουργίας. Τον αφήσαμε ελεύθερο στην Τερψιθέα Άνω Γλυφάδας, σε μια ηλιόλουστη μέρα, να τρέξει, να λιαστεί, να παίξει Smash TV και μας το ανταπέδωσε με μια ενθουσιώδη συνέντευξη.
Πώς προέκυψε το ενδιαφέρον σου για τα ρούχα;
Από μικρός είχα ψώνιο με το ρούχο. Πήγαινε ο πατέρας μου στη Νέα Υόρκη και μου έστελνε πράγματα. Air Jordan παπουτσάκια, βερμούδες surf, κάτι περίεργα πολύχρωμα μπουφάν… Ο πατέρας μου πήγαινε εκεί για δουλειά, έραβε γούνες. Είμαστε από Καστοριά. Στη Καστόρια μόνο γούνα δουλεύεις ή γίνεσαι γεωργός. Την περίοδο ’80-’90 το επάγγελμα ήταν στα φόρτε του και οι γουναράδες φεύγανε για Αμερική, Νέα Υόρκη -οι γουναράδες έραβαν για όλο τον κόσμο, σε εταιρίες. Αυτά φεύγανε μετά για Ιταλία, Dolce & Gabbana και τέτοια. Θα μου άρεσε να έχω κάτσει να μάθω και εγώ να ράβω γούνες από τον πατέρα μου, αλλά δυστυχώς δεν το έκανα.
Στο σχολείο ήσουν αυτός με τα καινούρια, περίεργα παπούτσια;
Καλά, ναι. Φαντάσου τώρα το ‘86 σε χωριό διακοσίων κατοίκων στη Καστοριά, στην Αγία Κυριακή. Θυμάμαι είχα φάει πολύ δούλεμα γι’ αυτά που φορούσα. Μου είχε φέρει ο πατέρας μου ένα μπουφανάκι που είχε μπροστά μια μεγάλη τσέπη. Μέσα σε αυτή την τσέπη μπορούσες να χωρέσεις ολόκληρο το μπουφάν, αν ήθελες κι όλας, κούμπωνε εξωτερικά και γινόταν τσαντάκι. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ήμασταν στο χωριό, παίζαμε μπάλα και εγώ μάζεψα το μπουφάν σε τσαντάκι. Με κοιτάει ο άλλος και μου λέει «Καλά, τι κάνεις εκεί;». Του λέω «Το έβαλα στη τσάντα» και μου κάνει: «άλλον έξυπνο έχει η μάνα σου;».
Μεγαλώνοντας μετά συνέχισες να ντύνεσαι ιδιαίτερα;
Κάηκα μετά, γούσταρα. Το συνέχισα.
Στην εφηβεία πως ήσουν;
Είχε πέσει επιρροή Nirvana τότε και ντυνόμουν grunge. Ήταν στάνταρ: Τ-shirt, πουκάμισο, ζακέτα, σκισμένο τζιν και all star.
Σπούδασες όμως Νομική;
Ναι, ο πατέρας μου με κατεύθυνε σε πιο θεωρητικούς κλάδους σπουδών και πήγα Νομική. Για την δικηγορία σαν επάγγελμα είχα μια ιδέα, που στην πράξη δεν είχε καμία σχέση. Είχα δει και λίγο Matlock, οπότε καταλαβαίνεις. Στην πραγματικότητα είναι πολύ γραφειοκρατικό επάγγελμα και, στην αρχή τουλάχιστον, πάρα πολύ διεκπεραιωτικό. Δούλεψα για λίγο καιρό σε μια εταιρία, έχω άδεια δικηγόρου κανονικά. Όπου έψαχνα όμως για δουλειά ζητούσαν ενασχόληση με τραπεζικό δίκαιο και εμένα δεν μου αρέσει καθόλου. Είναι όλο κατασχέσεις, δάνεια… δουλειά ψιλοφασόν.
Πότε αποφάσισες να ασχοληθείς επαγγελματικά με τη μόδα;
Η πρώτη φορά που δοκίμασα να ασχοληθώ με το ρούχο ήταν όταν σπούδαζα ακόμα νομική, σε μια φάση που είχα πολύ ελεύθερο χρόνο, όταν πήρα ένα πουκάμισο και το έραψα στο χέρι, έκανα κάποια σχέδια και βγήκε ωραίο. Αυτή ήταν η αφορμή για να αρχίσω να το ψάχνω λίγο: πώς γίνεται το ρούχο, πού βρίσκεις υλικά, ποιος το φτιάχνει, πώς το φτιάχνει. Κάπως έτσι πήγε το πράγμα. Αργότερα βρήκα μια καλή μοδίστρα με την οποία μπορούσα να συνεννοηθώ πραγματικά και άρχισα να πραγματοποιώ τις ιδέες που είχα. Έχω έναν χρόνο που το τρέχω εντατικά και έχουν προκύψει ωραία πραγματάκια. Βιοποριστικά είναι λίγο δύσκολα, αλλά βλέπω ότι σιγά-σιγά κάτι γίνεται. Με τον τρόπο που την κάνω εγώ την δουλειά, custom, δηλαδή με το κομμάτι, είναι αρκετά δύσκολο να αποφέρει χρήματα, γιατί δεν έχω παραγωγή, το κόστος μου είναι μεγάλο. Γενικά, έχω μια προσέγγιση πιο καλλιτεχνική.
Να ράβεις ξέρεις;
H αλήθεια είναι ότι βαρέθηκα να κάτσω να μάθω, γιατί θα μου έτρωγε πολύ χρόνο από άλλα πιο δημιουργικά πράγματα. Είναι ολόκληρη τέχνη το ράψιμο. Εγώ κάνω το σχέδιο, διαλέγω τα υφάσματα, έχω την γενική επιμέλεια, όμως δεν ξέρω να εκτελώ την κατασκευή. Με τον τρόπο αυτό κερδίζεις χρόνο από την κατασκευή, χάνεις όμως σε κόστος. Οπωσδήποτε, πρέπει να έχεις τις απαραίτητες γνώσεις για να είσαι σε θέση να δίνεις οδηγίες και κατευθύνσεις, δεν γίνεται αλλιώς.
Δεν σπούδασες κάτι σχετικό;
Όχι, αλλά πάντα κοίταζα το ρούχο πάρα πολύ. Ό, τι ρούχο αγόραζα το εξέταζα, έβλεπα τις λεπτομέρειές του, προσπαθούσα να καταλάβω πώς φτιάχνονται. Με την παρατήρηση αρχίζεις σιγά-σιγά να αποκτάς μια αντίληψη. Κάπως έτσι γίνεται. Και video art αν θες να κάνεις παίρνεις ένα προγραμματάκι και αρχίζεις να δουλεύεις. Και με τη μουσική το ίδιο. Έχω πιάσει και λίγο φωτογραφία και λίγο μουσική, λίγο κατασκευές. Είναι ένα φάσμα δημιουργικότητας δικό μου, που έχει να κάνει με τον πειραματισμό και το αυτοσχεδιασμό.
Τι μουσική φτιάχνεις;
Ηλεκτρονική κυρίως, αλλά χρησιμοποιώ και διάφορα φυσικά όργανα. Κιθάρα και τελευταία περισσότερο brakes. Μ’ αρέσει πάρα πολύ η ψυχεδέλεια σαν αισθητική και έχω αναφορές σ’ αυτή, περισσότερο όπως τη βίωσα μέσα από την ηλεκτρονική μουσική (από 1998-2000) και όχι τόσο από την rock. Σκοπεύω να κάνω μια κυκλοφορία στο label του φίλου μου Παναγιώτη Asty Tekk, την ‘Lower Parts’. Πρόκειται για μουσικό label που παράλληλα προωθεί και κάποιες δράσεις ανθρώπων που ασχολούνται δημιουργικά με τον ήχο, την εικόνα και το ρούχο.
Στη Λιβύη πότε πήγες;
Από Καστοριά έφυγα στα δέκα. Έκανα την Πέμπτη δημοτικού εδώ, στο Αιγάλεω και στα μέσα της έκτης έφυγα για Λιβύη. Ήταν η μάνα μου νηπιαγωγός και είχε ζητήσει να πάρει απόσπαση εξωτερικό. Τα λεφτά είναι περισσότερα έτσι.
Και εκεί πώς ήταν;
Πέντε χρόνια μαυρίλα. Ήταν πολύ ζόρικα. Οι Αμερικάνοι κρατούσαν την χώρα με εμπάργκο, δεν πετούσαν τα αεροπλάνα, οι εμπορικές συναλλαγές είχαν παγώσει και τα πάντα είχαν μείνει πολύ πίσω. Όσο ήμουν εκεί ήμουν μέσα στη γκρίνια και στη κατάθλα. Την τελευταία χρονιά, βέβαια, που έμεινα εκεί πέρα είχα κάνει παρέες και είχα ζήσει λίγο πιο free. Ήταν για εμένα πιο ανεκτή η όλη φάση. Είχα γίνει το παιδί της γειτονιάς, με φωνάζανε να παίξουμε μπάλα και τέτοια. Είχα μάθει να μιλάω και Λιβυκά πολύ γρήγορα. Κάθε χρονιά ρωτούσα τους γονείς μου αν θα φύγουμε. Μετά, όταν τελικά φύγαμε, έριξα μαύρη πέτρα.
Μέσα σ’ αυτή τη κατάθλα τι ωραίο υπήρχε;
Οι Λίβυες ήταν όμορφες. Μελαμψές με μεγάλα μάτια, γοητευτικές.
Είχε παίξει ποτέ έρωτας με Λίβυα;
Στην Βεγγάζη οι κοπέλες ήταν πολύ συνεσταλμένες, όμως ήταν δύο κοπέλες που ξέραμε ότι ήταν πιο ξεπεταγμένες. Αυτές μετακόμισαν ακριβώς απέναντι από το σπίτι μου. Σε εκείνη την περιοχή η επικοινωνία γινόταν με τον παλιό τρόπο: σινιάλα και νοήματα, δεν υπήρχαν κινητά. Όταν κάποια στιγμή με είδε η μία από τις δύο στο παράθυρο, μου μίλησε και μόλις έμαθε ότι είμαι Έλληνας, ενθουσιάστηκε γιατί οι Λίβυοι τρελαίνονται για τους Έλληνες. Πιάσαμε την κουβέντα και με κάλεσε σπίτι της γιατί την επόμενη μέρα οι γονείς της θα έλειπαν. Ακόμα σκέφτομαι αν έπραξα σωστά, γιατί δεν πήγα τελικά. Βλέπεις, με ήξεραν στην γειτονιά, αν με έβλεπαν να μπαίνω στην απέναντι πολυκατοικία, θα καταλάβαιναν τι συνέβη και, αν δεν πρόσεχα, μπορεί να βρισκόμουν παντρεμένος με καμιά ντουζίνα καμήλες προίκα. Στην Λιβύη μεταξύ μας τα φτιάχναμε, με Ελληνίδες δηλαδή, ή κάτι Πολωνέζες.
Όμως η Λιβύη έχει επηρεάσει πολύ τα ρούχα που φτιάχνεις.
Όταν έφυγα από Λιβύη άρχισα να το βλέπω τα πράγματα πιο νοσταλγικά. Είχα πάει και κάτι εκδρομές μέσα στην έρημο. Εκεί έβλεπες απίστευτα πράγματα: Σαχάρα, νομάδες, άλλη κουλτούρα από εκεί που ζούσα. Αυτό το στοιχείο προτίμησα να πάρω, το πιο αυθεντικό, το πιο παραδοσιακό. Όπως αντίστοιχα προτιμώ από την δική μας κουλτούρα το παραδοσιακό. Κοιτάζω την παράδοση και με κάποιο τρόπο προσπαθώ να την προσαρμόζω στη σύγχρονη αισθητική για να την διασκευάσω. Όσο με ενδιαφέρει η Αρχαία Ελλάδα, άλλο τόσο με απασχολούν οι ποντιακές στολές. Θα το δεις και στα ρούχα που φτιάχνω, αν και δεν μένω προσκολλημένος σε συγκεκριμένες επιρροές, το νομαδικό στυλ, το ιαπωνικό των σαμουράι και το αρχαιοελληνικό, τα συναντάς πιο συχνά.
Η πιο συνήθης τάση στην μόδα είναι να φτιάχνεις πράγματα που παραπέμπουν στα ’50s-‘80s, που είναι vintage/retro, τελοσπάντων. Εσύ πώς το βλέπεις αυτό;
Μπα, δεν τα πολυγουστάρω εγώ αυτά. Θέλω αυτό που θα κάνω να είναι φρέσκο, καινούριο, να έχει και φουτουριστικό στοιχείο μέσα. Υπάρχουν κάποια vintage στοιχεία που μ’ αρέσουν βέβαια: τα ρολόγια, τα αυτοκίνητα, η αισθητική του Playboy των ’80s.
To σεξουαλικό στοιχείο πως βγαίνει στα ρούχα σου;
Με ενδιαφέρει τα ρούχα μου να βγάζουν μια καύλα. Δεν εννοώ να κάνω μίνι φούστα. Θέλω να φαίνεται πιο υπόγεια το θέμα. Τα αντρικά θέλω να είναι λίγο μάτσο. Τα γυναικεία θέλω να είναι πιο ρομαντικά, αλλά να βγάζουν κάτι σέξι αλλά όχι προφανές. Όχι, δεν θέλω να είναι bitch. Η αλήθεια είναι ότι η μόδα είναι αρκετά σεξιστική στις μέρες μας. Θυμάμαι είχα δει μια φορά διαφήμιση για κουρτινόξυλα και έδειχνε βυζιά. Το πιο εύκολο πράγμα είναι να δείξεις τη σεξουαλικότητα ωμή. Όλοι θα γυρίσουν το κεφάλι να κοιτάξουν δύο βυζιά και έναν κώλο. Όπως και στον δρόμο. Να δείξεις λίγο δέρμα και να γυρίσει ένα κεφάλι. Για μένα δεν είναι αυτός ο στόχος, ειδικά όσον αφορά το γυναικείο ντύσιμο. Στο αντρικό με ενδιαφέρει πιο πολύ το καθημερινό. Ο straight άντρας δεν το χει και πολύ με το ντύσιμο, φοράει συνήθως τζιν και t-shirt, είναι της αμερικανικής σχολής. Θα μ’ άρεσε να το ψάξει λίγο παραπάνω, να δούμε και πιο ενδιαφέροντα πράγματα. Αυτό προσπαθώ να κάνω.
Τα ρούχα που φτιάχνεις τα φοράς κιόλας. Σε κοιτάνε καθόλου περίεργα;
Υπάρχουν κάποια στερεότυπα στο ντύσιμο και την επικοινωνία. Ότι ας πούμε αυτοί που είναι πιο καλοντυμένοι είναι συνήθως οι gay. Δεν μ’ αρέσουν αυτά τα περιχαρακώματα. Αυτό είναι πάντως που έχω ακούσει να λένε πιο πολύ. Εντάξει, δεν κάνω και καμία ακρότητα φοβερή να βγαίνω έξω σαλαμάνδρα. Απλά ντύνομαι πιο αραβικά.
Συχνά κρύβεις το πρόσωπο σε αυτά που κάνεις.
Συνήθως κάνω κάτι στο πρόσωπο, όχι απλά το κρύβω. Βάζω είτε κάτι γραφιστικό ή μια μάσκα, δεν το αφαιρώ απλά. Το κάνω για να το ολοκληρώσω αισθητικά. Εντάξει, και αυτό είναι ένα κλισέ αλλά νομίζω ότι τουλάχιστον το χειρίζομαι με πρωτότυπο τρόπο. Αν και προσωπικά είχα μια εμπειρία με μάσκα πολύ περίεργη. Έπαιζα live με τον Παναγιώτη Asty Tekk σε ένα συγκρότημα και φορούσαμε μάσκα, αλλά κάποια στιγμή ένιωσα πολύ άσχημα και την έβγαλα. Δεν έβλεπα κάτω τον κόσμο και είχα την αίσθηση ότι δεν με βλέπουν και αυτοί. Εκείνη την στιγμή αισθάνθηκα ότι βρισκόμουν στο κενό, σαν να ήμουν πολύ μόνος μου.
Αλλά σε λέγανε Γκαντάφι;
Ναι… Ήταν όμως για άλλο λόγο. Ήταν το παρατσούκλι που μου είχαν βγάλει στο Αιγάλεω λόγω Λιβύης.
Μιλώντας για Καντάφι, ποιος Έλληνας ή ποια Ελληνίδα πολιτικός θα μπορούσε να γίνει fashion icon; Τι θα του έφτιαχνες custom made;
Παπαρήγα σε στυλ μιλιταίρ. Οι πολιτικοί έχουν αυτό το απίστευτα βαρετό κοστούμι που έχουν και οι δικηγόροι και είναι εντελώς αντι-δημιουργικό. Ποιον άλλο εκτός της Παπαρήγας; Φίλε... αυτός είναι ο ορισμός της αντι-έμπνευσης. Αν δεν σε εμπνέει να τον ντύσεις, πώς να τον ψηφίσεις;
Αγαπημένα υλικά;
Cool wool, κασμίρι, μετάξι και από εκεί και πέρα δεν έχω πρόβλημα. Και δέρμα και συνθετικά. Δεν τα σνομπάρω, μου αρέσουν.
Όταν σχεδιάζεις τι μουσική ακούς;
Ψυχεδελική, trance από ’98-’00, ηλεκτρονικά πράγματα κυρίως, ή σύγχρονη break hip hop.
Πρόσφατα κέρδισες έναν σημαντικό διαγωνισμό;
Ένα από τα αγαπημένα μου περιοδικά, το WAD προωθούσε τον διαγωνισμό ενός γαλλικού site. Ήταν ένας διεθνής διαγωνισμός για την ανάδειξη καινούριων ταλέντων με τίτλο Who’s Next. Διαγωνιζόσουν σε σχέδιο μόδας και print. Είχα κάποια print έτοιμα, αλλά στην Ελλάδα δεν υπάρχουν εργαστήρια που να σου κάνουν digital print σε ύφασμα με το μέτρο, σε μεγάλες διαστάσεις. Μου έκατσε λοιπόν κουτί, γιατί εκείνοι αναλάμβαναν από τη στιγμή που κερδίσεις και τους αρέσει, να σου το τυπώσουν το print στη Γαλλία και να στο στείλουν πίσω για να το κατασκευάσεις. Έστειλα μια ιδέα, αφού μελέτησα πάρα πολύ τι ήθελα να κάνω και έβγαλα τον καλύτερό μου εαυτό πάνω σε αυτό. Μετά από λίγες μέρες που ανακοίνωσαν ότι τους άρεσε πάρα πολύ.
Πότε θεωρείται κάποιος επιτυχημένος;
Όταν καταφέρνει να είναι δημιουργικά ανεξάρτητος και αυτό να μεταφράζεται και σε οικονομική ανεξαρτησία.
Με την οικονομική κρίση τι αλλάζει;
Τα πράγματα ήταν ούτως ή άλλως δύσκολα από άποψη τεχνικών υποδομών και εύρεσης πρώτων υλών, αλλά στην τέχνη και την δημιουργία μπορείς να φτιάξεις πράγματα με αισθητική αξία από το τίποτα. Εμπορικά, σίγουρα έχει αντίκτυπο, όμως ο κόσμος αντιδρά στην κρίση, κάνοντας πιο στοχευμένες επιλογές, πιο εκλεπτυσμένες. Η κρίση τον πεισμώνει.
Στην Αθήνα που σαβουριάζει ένας fashion designer;
Fashion ξεfashion, Χρηστάρας, τέρμα. Αιγάλεω. Το καλύτερο σουβλάκι στην Ελλάδα.
Γεωργία Παπαστάμου/Διονύσης Ανεμογιάννης
Φωτο: Manteau Stam.
Δείτε το άρθρο και περισσότερς φωτογραφίες στο:
ough.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υπενθυμίζουμε ότι δεν δημοσιεύουμε ακραία σχόλια υβριστικού ή προσβλητικού περιεχομένου. Παρακαλούμε τους αναγνώστες μας να γράφουν τα σχόλια τους σε Ελληνικά και οχι σε greeklish.