Μια γάτα φουντωτή
και καλοαναθρεμμένη,
μάτσκα την ονομάζουνε
στης Καστοριάς τα μέρη.
Έχει...μούτσκα χαρωπή
που θέλει όλο χάδια,
να τη ζουλάς, να την αρπάς
τη μέρα και τα βράδια.
Θέλει τσιρόνια ένα σωρό
καλά να τη ταΐζεις,
τούρνες, γριβάδια, γουλιανούς
αυτά να της ψωνίζεις.
Τέτοιες μάτσκες μπουτσκωτές
θα βρεις αραδιασμένες,
σε κάτι σπίτια στο Ντουλτσό
και χάμω κοιμισμένες.
Φάγαν καλά, ντερλίκωσαν
το ρίξανε στον ύπνο,
να πάρουν δυνάμεις για μετά
στο γεύμα για το δείπνο.
Θέλουν παιχνίδια και χαρές
ποτέ μη τις μαλώνεις,
τις φουντωτές τους τις ουρές
με χάδια να απλώνεις.
Είναι όμως μερικές
και κακομαθημένες,
που θέλουν ψάρια ακριβά
να τρώνε στις πιατέλες.
Δεν θέλουν γριβάδια και γλιανούς
να τρώνε στο τεζιάκι,
θέλουν γαρίδες, αστακούς
ακόμα και λαβράκι.
Υπάρχουν όμως στο Ντουλτσό
και μάτσκες που πεινάνε,
που ψάχνουν πλατίκες για να βρουν
με λύσσα να τις φάνε.
Αυτές τις μάτσκες θα τις βρεις
συχνά να νιαουρίζουν,
και κάθε βράδυ στις σκεπές
εκεί να τριγυρίζουν.
Υπάρχουν και μάτσκες πονηρές
που σαν τις δεις το σκάνε
και κάτω απ’ τ’ αυτοκίνητα
σε αγριοκοιτάνε.
Αυτές είν’ επικίνδυνες
δε θέλουνε τα χάδια
και κάθε βράδυ στα κρυφά
γυρίζουνε τα βράδια.
Κι αν πολλές σαν μαζευτούν
στο ίδιο το χαγιάτι,
μεγάλη αντράλα και κακό
μεγάλο το γινάτι.
Αυτές είναι οι μάτσκες μας
της Καστοριάς οι γάτες
που άλλες είναι ήμερες
και άλλες τσαχπινάτες.
Όλες είναι όμορφες
τον κόσμο ξετρελαίνουν,
σαν σε κοιτούν με μια ματιά
και τη καρδιά σου κλέβουν.
Ποίημα του Γιάννη Τσακιρίδη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υπενθυμίζουμε ότι δεν δημοσιεύουμε ακραία σχόλια υβριστικού ή προσβλητικού περιεχομένου. Παρακαλούμε τους αναγνώστες μας να γράφουν τα σχόλια τους σε Ελληνικά και οχι σε greeklish.