Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πλούσια πόλη, που λεγόταν Παν-καλιάδα. Τίποτε δεν της έλειπε. Είχε και «του πουλιού το γάλα»!
Ο άρχοντας της πόλης αυτής λεγόταν Πάν-καλος. Αυτός ο Πάν-καλος, που λέτε τα ήθελε όλα δικά του. Άμα κανένας πήγαινε να του αντιμιλήσει, τον σκυλόβριζε και τον διαολόστελνε. Είχε αμέτρητους υπηρέτες! Όλοι δούλευαν γι’ αυτόν και του μάζευαν τα πλούτη. Ήταν και πολύ καλοφαγάς. Κάθε μέρα έδινε εντολή στους μαγείρους του να του μαγειρεύουν τα καλύτερα φαγητά του κόσμου! Έτρωγε, έτρωγε του σκασμού και έπινε μια νταμιτζάνα κρασί στην καθισιά. Την έκανε ταράτσα!
Οι υπηρέτες παρακολουθούσαν το θέαμα ξελιγωμένοι και...
τους τρέχανε τα σάλια. Πού και πού αρπάζανε στα κλεφτά κανένα κοκκαλάκι και το ξερογλείφανε. Είχανε ξεχάσει βλέπετε πότε φάγανε τελευταία φορά σαν άνθρωποι. Κάθε μέρα έσφιγγαν και περισσότερο το ζωνάρι τους. Στο τέλος άρχισαν να ανοίγουν καινούριες τρύπες , πιο μέσα! Και σαν να μην έφθανε μόνο αυτό, έπρεπε να δουλεύουν από το πρωί ως το βράδυ, γιατί αλλιώς ,αλίμονό τους! Ο άρχοντας Πάν-καλος θα θύμωνε πολύ. Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε!
Όταν λοιπόν τελείωνε το φαΐ του, ο Πάν-καλος έβγαινε και τίναζε το τραπεζομάντηλο από το παράθυρο. Όλα τα ψίχουλα και τα αποφάγια έπεφταν χάμω. Μια, δυο, τρεις, πήραν χαμπάρι οι φτωχοί και άρχισαν να τρέχουν να μαζεύουν τα ψίχουλα και τ΄ αποφάγια.
-Κάτι είναι κι αυτά, σκέφτονταν. «Απ’ τ΄ ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα!»
Έτσι, σιγά – σιγά, συνήθισαν οι άνθρωποι να ζούνε με τα ψίχουλα. Και ήταν και ευχαριστημένοι από πάνω. Με τον καιρό άρχισαν να μαζεύονται πολλοί. Τα ψίχουλα δεν έφθαναν για όλους. Εξαγριωμένο το πλήθος των φτωχών φώναζε :
-Πεινάμε, πεινάμε, δεν έχουμε να φάμε! Θέλουμε φαϊ, θέλουμε ψωμί!
Οι ζητιάνοι ζητιάνευαν κι αυτοί και ζητούσαν τίποτε απομεινάρια για να ζήσουν.
Μια μέρα ο Πάν-καλος πήρε ανάποδες. Νευρίασε τόσο πολύ, άλλο δεν άντεξε! Βγήκε έξω κι’ άρχισε να βαράει και να δέρνει!
-Ε, δεν τρώγεστε άλλο, τους είπε. Ουστ από δω, παλιοκοπρίτες! Φύγετε από μπροστά μου, αλήτες και μην σας ξαναδώ! Ακούς εκεί, πεινάτε! Ξεχάσατε πόσες φορές σας πέταξα τα ψίχουλα και τα αποφάγια! Τώρα δεν έχει άλλο! Τε – λεί – ω – σαν! Όλοι μαζί τα φάγαμε!
Ευτυχώς, όλα αυτά είναι παραμύθια με ψέματα κι αλήθεια. Γιατί αλλιώς, πώς θα ζούσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Πρωδημοσιεύτηκε στο 3ο τεύχος του περιοδικού "Το παραμύθι" toparamuthi.blogspot.com/καιwww.facebook.com
Σοφία Καμπούρη- Γκίτσου, δασκάλα, 1ο Δημ. Σχ. Καστοριάς
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υπενθυμίζουμε ότι δεν δημοσιεύουμε ακραία σχόλια υβριστικού ή προσβλητικού περιεχομένου. Παρακαλούμε τους αναγνώστες μας να γράφουν τα σχόλια τους σε Ελληνικά και οχι σε greeklish.