Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

ΟΔΟΣ: Η διατήρηση της βιοτεχνίας και οικοτεχνίας της γούνας ως κοινωνικό και οικονομικό αντίβαρο της βιομηχανικής τυποποίησης

του Λεωνίδα Πουλιόπουλου

Διάβασα ένα αφιέρωμα στο περιοδικό ΄΄Iστορία΄΄ με τίτλο «Η Εύα Σικελιανού και η Λαϊκή μας παράδοση». Και από κάτω ένας υπότιτλος...
«Ιέρεια του δελφικού πνεύματος που έκανε έκφραση ζωής τη διάσωση του λαϊκού μας πολιτισμού». Φυσικά δεν είναι δυνατόν εδώ να μεταφέρω όσα αναφέρονται στο πολυσέλιδο αυτό αφιέρωμα, τόσο για την Εύα όσο και τον Άγγελο Σικελιανό, αλλά θα προσπαθήσω να δώσω το στίγμα και το δίδαγμα ή το συμπέρασμα αυτού του αφιερώματος. Πρόκειται για γεγονότα που συνέβησαν πριν τον 2o παγκόσμιο πόλεμο αλλά παραμένουν τόσο επίκαιρα όσο και η ρήση του Ηράκλειτου, που δεν ευχόμαστε να επιβεβαιωθεί, ότι «πατήρ πάντων πόλεμος εστί».
Γράφει λοιπόν στην Αυτοβιογραφία της η Εύα Πάλμερ Σικελιανού, την γνώμη και την θέση της για την κοινωνία που βίωσε την περίοδο του μεσοπολέμου:


«Βλέπω ολόκληρο τον καινούργιο κόσμο της Σοβιετικής Ένωσης απορροφημένο στην τελειοποίηση των μηχανών, και να πιστεύει σ’ αυτήν ως την τελική λύση όλων των ανθρώπινων δεινών. Βλέπω ολόκληρη την Αμερική, παραδομένη χωρίς φόβο στην μαζική παραγωγή του ενός ή του άλλου είδους και εντελώς ικανοποιημένη από τα αποτελέσματα. Σε όλα αυτά όμως βλέπει κανείς ένα μεγάλο λαό, που χτίζει πόλεις από τη μια άκρη της ηπείρου ως την άλλη, να προσαρμόζεται σ’ ένα σχέδιο τόσο αμετάβλητο όσο είναι και η αρχιτεκτονική της κυψέλης. Οι άνδρες και οι γυναίκες να ζουν στις πόλεις αυτές, περιστοιχισμένοι από μία μάζα μηχανικών συσκευών, βυθίζονται σε μια εύκολη τυποποίηση, που δεν απαιτεί καμία ατομική πρωτοβουλία και η προσωπική ευθύνη δεν έχει τίποτα το αξιόλογο να αναλάβει. Μία μονάχα χώρα αποτελεί εξαίρεση σ’ αύτη τη γενική τάση προς την τελειοποίηση ζωυφιακής ρουτίνας, και αυτή η χώρα είναι η Ελλάδα...
Η κεντρική αποκάλυψη που οι αρχαίοι Έλληνες κληροδότησαν στην κόσμο ήταν η σημασία και η αξιοπρέπεια της ανθρώπινης ατομικότητας. Η τεράστια ποικιλία των προσφορών τους στον πολιτισμό πηγάζει εξ’ ολοκλήρου από το θάρρος τους να διδάσκουν τους ανθρώπους να σκέφτονται και να δρουν σαν άτομα. Μέσα από τις περιπέτειες δύο χιλιάδων χρόνων και πάνω, αυτό το χαρακτηριστικό δεν έχει αλλάξει. Ίσως η τοπογραφία της χώρας, με τα βουνά και τα φαράγγια της, τα νησιά και τους όρμους, όπου πουθενά δεν βρίσκεις δύο χωριά να μοιάζουν μεταξύ τους, έχει βοηθήσει να διατηρηθεί αυτή η ιδιαίτερη αίσθηση της προσωπικής ανθρώπινης αξίας, που ήταν εξαρχής τόσο βαθιά ριζωμένη στη φύση τους. Όπως κι αν έχει το θέμα, το γεγονός αυτό επισημαίνει μια ειδική αποστολή της Ελλάδας στην εποχή αυτή του κόσμου. Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι σε όλα τα έθνη που προτιμούν της ποιότητα από την ποσότητα και που ξέρουν καλά τα όρια των μηχανών, όταν πρόκειται για ποιότητα. Και γνωρίζουν να παράγουν πράγματα ποιοτικά ανώτερα. Οι Έλληνες είναι, από την φύση τους τεχνίτες. Δεν τους αρέσει να περιορίζουν τη δουλειά τους σε ορισμένες μηχανοποιημένες κινήσεις. Ας αφήσουμε λοιπόν τους Έλληνες να χρησιμοποιούν τα ιδιαίτερα ταλέντα τους και να προσφέρουν έτσι, τόσο στον εαυτό τους όσο και σε όσους ζουν στις χώρες που ακόμη ενδιαφέρονται για τέτοια πράγματα, αντικείμενα χρήσιμα στη ζωή και μοναδικά σε ομορφιά, με την αμίμητη ποιότητα που μόνο τα ανθρώπινα χέρια μπορούν να πλάσουν. Με αυτόν τον τρόπο θα εξασφαλίσουν ένα ζηλευτό εισόδημα για τον εαυτό τους και ταυτόχρονα θα κρατήσουν ένα έθνος έξω από τον ανταγωνισμό της μηχανής».
Η Εύα Σικελιανού πίστευε πως στην ανάπτυξη της βιομηχανίας, όπως παρουσιάζεται στις μεγάλες χώρες, η Ελλάδα έπρεπε κυρίως ν’ αναπτύξει, ως αντίβαρο, κοινωνικό και οικονομικό, την βιοτεχνία. Μήπως δεν είχε άδικο και τα γεγονότα όλο και περισσότερο την δικαιώνουν; Δικαιολογεί δε με το παρακάτω σκεπτικό της απόψεις της:


«Το 1933 η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες, έκανε μια προσπάθεια να αυξήσει τις πωλήσεις εγχώριων προϊόντων εντός της χώρας αλλά και στο εξωτερικό αν ήταν δυνατόν. Με λίγα λόγια να αυξήσει τα εξαγόμενα και μα μειώσει τα εισαγόμενα προϊόντα. Σχηματίστηκε μια επιτροπή στην Αθήνα για την προώθηση αυτού του σκοπού και μου ζητήθηκε να γίνω μέλος. Στην πρώτη συνάντηση υπήρχε ένα αρκετά μεγάλος αριθμός ανδρών και λίγες γυναίκες, δραστήριες και εξέχουσες στη κοινωνική ζωή της Αθήνας. Όταν άρχισαν να μιλάνε κατάλαβα γρήγορα ότι η προσπάθεια τους περιστρεφόταν γύρω από την εξής πεποίθηση: για να πετύχουν εμπορικά οι ‘‘υπανάπτυκτες’’ χώρες, μια από τις οποίες υποτίθεται πως ήταν και η Ελλάδα, θα έπρεπε να μιμηθούν τις σύγχρονες βιομηχανικές μεθόδους όσο το δυνατό γρηγορότερα. Επεσήμανα ότι οι παγκόσμιες αγορές ήταν πλημυρισμένες από βιομηχανικά προϊόντα που τείνουν, παντού, να είναι όμοια μεταξύ τους και ότι στις περισσότερες χώρες η προσφορά ξεπερνά την ζήτηση, πράγμα που δημιουργεί ένα διευρυμένο πρόβλημα ανεργίας. Επομένως γιατί να βάλουμε την Ελλάδα σε ένα πρόβλημα που τώρα δεν έχει; Αλλά έστω και αν αυτό το πρόβλημα της ανεργίας έβρισκε, κατά κάποιο τρόπο, την παγκόσμια λύση του, η κατάσταση στην Ελλάδα θα παρέμεινε προβληματική.
»Στην Ελλάδα έχουμε ορισμένα πλεονεκτήματα που δεν υπάρχουν σε άλλες χώρες, και η προπαγάνδα που υιοθετούσε τότε η επιτροπή θα κατέστρεφε τις καλύτερες ευκαιρίες για εμπορική επιτυχία. Από την μια πλευρά είναι μια χώρα της οποίας η ιστορία, το κλίμα, η τοπογραφία και τα αρχαιολογικά ευρήματα προσελκύουν μια τάξη τουριστών με ανεβασμένο πνευματικό επίπεδο. Από την άλλη, η Ελλάδα είναι ακόμη ένα έθνος τεχνιτών, ικανών να παράγουν μια μεγάλη ποικιλία αντικειμένων που δεν μπορούν να φτιαχτούν σε άλλα μέρη και που οι μορφωμένοι τουρίστες πρόθυμα αγοράζουν. Πρότεινα σαν μια καλή αρχή, να προσλάβει η επιτροπή μερικούς που ξέρουν από κλωστική και υφαντική για να φτιάξουν υλικά: λινό και μετάξι για το καλοκαίρι και μαλί για το χειμώνα. Να αρχίσουν και αυτοί οι ίδιοι να φορούν αληθινά ελληνικά προϊόντα, πρώτα έξω στο δρόμο, κατόπιν στα σπίτια τους και να αποδείξουν στον εαυτό τους και στους άλλους ότι αυτά τα υλικά είναι ποιο άνετα, αντέχουν περισσότερο, πλένονται ευκολότερα και είναι ωραιότερα από οτιδήποτε μπορεί να παράγει το εργοστάσιο. Με λίγα λόγια, πρότεινα να χρησιμοποιήσουν την κοινωνική τους θέση, για να γίνουν συρμός(μόδα) τα καλύτερα πράγματα κι όχι τα χειρότερα. Προσπάθησα να δείξω ότι στο θέμα της ποιότητας, για την οποία ακόμη υπάρχει παγκόσμια ζήτηση, η Ελλάδα θα έχει σύντομα το μονοπώλιο. Θα περνούσε χρόνος πολύς πριν οποιαδήποτε άλλη χώρα κατάφερνε να την συναγωνιστεί. Αλλά μιλούσα σε κουφούς».
Αυτά πίστευε και έλεγε πριν 80 περίπου χρόνια η Εύα Σικελιανού. Μήπως είχε άδικο; Ή μήπως οι σκέψεις της και οι ιδέες της δεν είναι ακόμη επίκαιρες; Διαβάζοντας αυτό το απόσπασμα θυμήθηκα την ιδέα που ρίξανε κάποιοι όταν ξεκίνησε το μόνιμο εκθετήριο γούνας να το λειτουργεί η ΕΔΗΚΑ.α.ε., δηλαδή να δημιουργηθεί ένα χώρος όπου να επιδεικνύεται στους τουρίστες ο βιοτεχνικός-οικοτεχνικός -και χειρονακτικός χαρακτήρας της επεξεργασίας της γούνας. Ή ακόμη, τουλάχιστον οι ίδιοι οι γουνοποιοί και η οικογένειές τους να φορούσαν τουλάχιστον του χειμερινούς μήνες γούνινα επανωφόρια από κομματιαστά, αν ήθελαν το είδος αυτό να μην εκλείψει. Θυμάμαι την προσπάθεια που ξεκίνησε η διοίκηση του ΚΕΓ και τον ΟΒΙ για κατοχύρωση του κομματιαστού ως ευρεσιτεχνία, αλλά δεν τελεσφόρησε όχι τόσο διότι υπήρχαν νομικά κωλύματα, που ίσως μπορούσαν και να ξεπεραστούν, αλλά διότι άλλαξε η Διοίκηση και η επόμενη ούτε καν που ενδιαφέρθηκε για το θέμα αυτό.
Το υπόμνημα εκείνο προς το ΟΒΙ μεταξύ των άλλων, τεκμηρίωνε το σκεπτικό της πρότασης ως εξής:

«…Πέραν των προσπαθειών για την κατοχύρωση της τεχνικής παραγωγικής διαδικασίας ως ευρεσιτεχνίας, πιστεύουμε ότι και οι παρακάτω λόγοι συνηγορούν στον χαρακτηρισμό αυτού του μοναδικού παραδοσιακού επαγγέλματος ως ένα επάγγελμα ειδικής οικοτεχνικής ή βιοτεχνικής αναγνώρισης, με ειδικές εμπειρικές γνώσεις, οι οποίες πρέπει να καταγραφούν και να βιντεοσκοπηθούν λεπτομερώς προκειμένου να μην χαθεί η γνώση αυτή που αποκτήθηκε εδώ και αιώνες με κόπους και θυσίες.
• Κοινοτική υποστήριξη σε μια επαπειλούμενη από εξαφάνιση οικοτεχνία
• Η ενασχόληση με την βιοτεχνία του δέρματος ως κοινωνικό αγαθό λόγω ιστορικών και γεωγραφικών συγκυριών.
• Η περιοχή της Δυτ. Μακεδονίας, το τελευταίο παραγωγικό κέντρο στη Ευρώπη.
• Μια παράδοση 500 χρόνων που δημιούργησε γνώση και δεξιότητες που αποτελούν κοινωνικό κεφάλαιο για τους κατοίκους της περιοχής.
• Η σύνδεση της βιοτεχνίας – οικοτεχνίας με την αξιοποίηση των γνώσεων της ακαδημαϊκής κοινότητας θα αναβαθμίσει το προϊόν και τον τρόπο διάθεσης και προβολής του».

Αν θελήσουμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα από τα παραπάνω, μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι, οι διατυπωμένες αυτές σκέψεις αν και έγιναν πριν 80 περίπου χρόνια παραμένουν επίκαιρες και μπορούν να εφαρμοστούν ακόμη και σήμερα, καθότι η ιστορία επαναλαμβάνεται όχι πάντα ως φαρσοκωμωδία, αλλά ως γεγονός σκληρής πραγματικότητας. Το συμπέρασμα λοιπόν που βγαίνει από τα προαναφερθέντα είναι ότι η βιοτεχνία της γούνας και κυρίως η ΄΄χειροτεχνία ΄ των κομματιαστών μπορεί να γίνει ένας σημαντικότατος πώλος έλξης ποιοτικού τουρισμού με το πνεύμα και το σκεπτικό της λαϊκής παράδοσης και πολιτισμού της συζύγου του Άγγελου Σικελιανού

ΟΔΟΣ

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υπενθυμίζουμε ότι δεν δημοσιεύουμε ακραία σχόλια υβριστικού ή προσβλητικού περιεχομένου. Παρακαλούμε τους αναγνώστες μας να γράφουν τα σχόλια τους σε Ελληνικά και οχι σε greeklish.