Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

Souvlaki rules - Η εκδίκηση του διπλόπιττου

Μια φορά και ένα καιρό, οι μοδάτοι της μικρής χώρας κάτω από την Ακρόπολη δεν καταδεχόντουσαν να αγγίξουν οποιοδήποτε μπακαλιάρο ή τόνο δεν ταξίδευε Α θέση από Αλάσκα. Πλέον, το έχουν ρίξει με τα μούτρα...
στο σουβλάκι. Και αυτό είναι ένα από τα λίγα θετικά της οικονομικής κρίσης.

Την πρώτη φορά που δοκίμασα sushi, ήταν στην υπαίθρια αγορά του Camden, κάποια (πολλά) χρόνια πριν. Η εμπειρία ήταν τραυματική, οπότε ποτέ μου δεν μπήκα ξανά στον πειρασμό να δοκιμάσω με πόσα sashimi roll ή california maki χορταίνω (στο σημείο να λύνω ζώνη για να ανασάνω), στα δεκάδες εστιατόρια του είδους που ξεπήδησαν σε κάθε μοδάτη γειτονιά της Αθήνας. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχα υποστεί και εγώ πλύση εγκεφάλου με το πόσο οργασμικά εξαιρετική είναι η κουζίνα του χ Nobu ή ψ Matsuhisa (τυχαία, φυσικά, παραδείγματα).

"Δεν μπορεί," έλεγα, "για να ταξιδεύουν οι δικοί τους τόνοι και μαυρογιαλούροι (βλέπε black cod) μπακαλιάροι Α θέση στο αεροπλάνο", όπως δήλωναν κάποιοι από τους σουσοσεφ, "θα είναι έτη φωτός καλύτεροι από το Rio Mare με τον οποίο μεγάλωσα." Και σίγουρα θα αξίζουν τα περίπου 200 ευρώ που έπρεπε να σκάσεις (στο πιο χάι από αυτά) για να απολαύσεις combo θέα στον κόλπο της Βουλιαγμένης και στα εξώφυλλα των gossip περιοδικών και το αφαν γκατέ του επιχειρηματικού κόσμου που είχαν στήσει αντίσκηνο στα διπλανά τραπέζια.

Μεταξύ μας, πάντοτε ήθελα να δοκιμάσω τον αερομεταφερόμενο τόνο. Απλά κάτι μέσα μου με συγκρατούσε. Ο λογαριασμός, ναι, φυσικά. Αλλά και η αβάσταχτη ελαφρότητα μιας τέτοιας εμβέλειας γαστρονομικής επειδιξιομανίας, αντίστοιχη με τις ροζ σαμπάνιες στην –κλεισμένη για όλο το καλοκαίρι ξαπλώστρα- στην Μύκονο. Εξίσου δόκιμη, πλέον, για μούτζες από τους αγανακτισμένους κατάσταση, όσοι και οι αναχωρούσες Mercedes των 300 της Βουλής.

Τα πράγματα όμως άλλαξαν. Οι τόνοι και οι μπακαλιάροι περιμένουν μάταια στα αεροδρόμια να έρθει το τσάρτερ για να τους μεταφέρει στην δεύτερη πατρίδα τους, την χαιχλίδογλου Ελλάδα. Οι πάλαι ποτέ Μυκονιάτικοι καθεδρικοί ναοί τους (σ.σ. εκείνοι που <ντρεπόντουσαν> να σε σερβίρουν λογαριασμό κάτω των 400 ευρώ για 4 άτομα) μετατρέπονται σε σουβλακεριέ (ακόμη και αν δεν λέγονται έτσι, αλλά κάτι πιο κομψό, όπως grill house ή κάτι παραμφερές).

Το Κολωνάκι και η Γλυφάδα γίνονται "άντρο"καλαμάδικων, κάποιων εξαιρετικών (τα καλύτερα από τα οποία μπορείτε να τα βρείτε εδώ και κάποιων απλά εφετζίδικων. Ενώ τα 2 από τα 3 opening που ακούς φέτος στα νησιά (ναι, ακόμη και στις κυριλέ Σπέτσες) αφορούν κάποια παραλλαγή του πρότινος παραπεταμένου σουβλακίου.

Υπάρχουν δυο τρόποι να αντιμετωπίσεις αυτό το φαινόμενο. Η θετική, αισίοδοξη που θέλει να πιστεύει ότι αυτό αποτελεί μια ακόμη ένδειξη ότι -ως έθνος- έχουμε αρχίσει να επιστρέφουμε στις ρίζες μας, να προσγειωνόμαστε, να ερχόμαστε στα συγκαλά μας. Και η ρεαλιστική. Ότι δηλαδή ο τρόπος και η ένταση με την οποία βούτηξαν οι χαιχλίδογλου στην λατρεία του σουβλακιού, είναι το ίδιο εγωμανής με τις προηγούμενες προκλητικές συμπεριφορές τους. Ότι δηλαδή, όπως πάρκαραν προσωρινά τις Cayenne στο βάθος του γκαράζ, υποκαθιστόντας της με Mini Cooper, έτσι και τώρα εγκατελείπουν προσωρινά τις γκουρμεδο-σουσο-χλιδές τους για χάρη του σουβλακίου, ώστε να φαίνονται πιο κοντά στο λαό. Ένας ακόμη τρόπος για να αποφύγουν το γιαούρτωμα.

Εννοείται πως, αν τους ρωτήσεις φάτσα φόρα, όπως εγώ, δεν πρόκειται ποτέ να παραδεχτούν κάτι τέτοιο. Θα ψελίσσουν κάποια δικαιολογία του τύπου "Δεν τρώω πια τόσο πολύ σούσι, εξαιτίας του ότι έγινε στην Ιαπωνία με την ραδιενέργεια. Λογικό δεν είναι;" και θα αρχίσουν να ανταλλάσουν μεταξύ τους tips για το πιο σουβλατζίδικο διαθέτει το καλύτερο κρέας (που μεγάλωσε ακούγοντας Βιβάλντι σε ένα λιβάδι με παπαρούνες) και την πιο ψαγμένη συνταγή για fusion τζατζίκι. Γιατί το χούι, ως γνωστόν, πεθαίνει τελευταίο. Και καμία οικονομική κρίση δεν είναι αρκετή να λειάνει τον κάλο του Νεοέλληνα, όσο νεόπτωχος και αν καταλήξει να είναι.

Μοναδική παρηγορία, στο μυαλό μου, ότι όλα αυτά σας τα γράφω από το laptop, καθισμένος σε ένα τραπέζι του Καράμπαμπα στην Δραπετσώνα, ενός σουβλατζίδικου με ιστορία από το 1936 στο λιμάνι του Πειραιά, που ξεκίνησε σερβίροντας λαχταριστό, χορταστικό, οικονομικό κεμπάπ σε πεινασμένους εργάτες και που –όπως όλα δείχνουν τα πράγματα- θα συνεχίσει να σερβίρει το ίδιο κεμπάπ σε πεινασμένους ανέργους. Αφού επιβίωσαν –χωρίς να αλλοίωσουν την ταυτοτητά τους- τέτοια μαγαζιά το τσουνάμι της χλιδής και της κακογουστιάς, το ίδιο μπορούμε να κάνουμε όλοι μας.

Πηγή men24


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υπενθυμίζουμε ότι δεν δημοσιεύουμε ακραία σχόλια υβριστικού ή προσβλητικού περιεχομένου. Παρακαλούμε τους αναγνώστες μας να γράφουν τα σχόλια τους σε Ελληνικά και οχι σε greeklish.