Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

Τα ρέστα


«Ήμαρτον μανούλα μου», φώναζες μέσα απ’ τους λυγμούς σου, «ήμαρτον, δεν θα το ξανακάνω!», και προσπαθούσες να κρυφτείς πίσω απ’ τη...φούστα της, μα όσο της ξέφευγες, κι όσο περισσότερο έκλαιγες, τόσο περισσότερο σκύλιαζε, δεν της άρεσε να κλαις, ούτε να παρακαλάς, εννοούσε να δέχεσαι την τιμωρία σαν άντρας. «Ή θα γίνεις άντρας και θα μάθεις να μην κλαις», σου ’λεγε αφρίζοντας και χτυπώντας όπου εύρισκε, «ή θα σε σκοτώσω από τώρα μια και καλή, να σε κλάψω και να σε ξεχάσω, άναντρους σαν τον προκομμένο τον πατέρα σου δεν χρειάζεται άλλους η κοινωνία – πες μου, θα γίνεις άντρας;
Πες: «Θα γίνω άντρας!» Πες το γιατί δε θα βγεις ζωντανός απ’ τα χέρια μου, σήμερα θα ’ν’ το τέλος σου!»
Κι έλεγες: «Ναι μανούλα μου, θα γίνω.» – «Και δε θα ξαναχαζέψω στο δρόμο.» – «Και δε θα ξαναχαζέψω!» – «Ούτε θα με πιάνουν κορόιδο οι αλήτες να μου κλέβουν τα ρέστα μου!» – «Όχι μανούλα μου, όχι!»

Τέτοιες μέρες το γραμμόφωνο ή δεν έπαιζε καθόλου ή έπαιζε συνεχώς την ίδια πλάκα…

Φτώχεια, μέσα στην πλάση ετούτη…Έχεις τα πιο πολλά παιδιά…

Κι εκείνη έβγαινε το βράδυ έξω, σ’ έβαζε στο κρεβάτι κι έβγαινε, και γύριζε αργά, πόσο αργά δεν ήξερες, μα θα ’σουνα στον τρίτο ή στον τέταρτο ύπνο, όταν άκουγες κουβέντες από πολύ μακριά, κι άνοιγες για μια μόνο στιγμή τα μάτια σου κι έβλεπες τον άγγελό σου ολόγυμνο, χωρίς φτερά, μπροστά στο κρεβάτι της, κι ύστερα έσβηνε η λάμπα του πετρελαίου, έσβηναν οι κουβέντες, και το σκοτάδι ήταν σα βαριά κουβέρτα στα μάτια σου, κι έπεφτες σα μολύβι στον πέμπτο ύπνο…

Αχ, βρε μάνα! Έχουν περάσει – πόσα; – τριάντα χρόνια από τότε, κι ακόμα δεν έμαθα το μάθημά μου. Ακόμα δεν έγινα άντρας, ακόμα χαζεύω στο δρόμο κοιτάζοντας τα παιδιά, ακόμα μου κλέβουν οι αλήτες τα ρέστα.

Κώστας Ταχτσής, Τα ρέστα, Εξάντας, 1988
ithque.gr

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υπενθυμίζουμε ότι δεν δημοσιεύουμε ακραία σχόλια υβριστικού ή προσβλητικού περιεχομένου. Παρακαλούμε τους αναγνώστες μας να γράφουν τα σχόλια τους σε Ελληνικά και οχι σε greeklish.