Θα ήθελα καταρχάς εκφράσω τα ειλικρινή μου συγχαρητήρια στον δημοσιογράφο Κων/ νο Ζούλα για το άρθρο του στην εφημερίδα «Καθημερινή», της 2/ 4/ 2011, το οποίο φέρει τον ευστοχότατο τίτλο «Με τα κρουασάν…υπό μάλης».
Εν συνεχεία θα ήθελα να καταθέσω κάποια στοιχεία, τα οποία θεωρώ πως αφενός ενισχύουν τη θέση του δημοσιογράφου, αφετέρου αποτελούν πηγή προβληματισμού για όλους μας, ιδιαιτέρως όμως πρέπει ν’ απασχολήσουν αυτούς που έχουν απευθείας έμμισθη σχέση με το στράτευμα (επαγγελματίες στρατιωτικούς) αλλά και αυτούς που δραστηριοποιούνται γύρω από αυτό, ως πολιτικά υπεύθυνα πρόσωπα, ειδικοί αναλυτές, σύμβουλοι άμυνας κλπ.
Άλλωστε μερίδα αυτών θα μπορούσε να πρωτοστατήσει, έτσι ώστε να αλλάξει η υφιστάμενη κατάσταση. Παρόλα αυτά, οι παραπάνω δεν φαίνεται πως επιθυμούν αλλαγή πρακτικής και νοοτροπίας, γεγονός που αποδεικνύεται από την άμεση αντίδρασή τους εναντίον της άποψης που πολύ θαρραλέα εξέφρασε ο δημοσιογράφος.
Καταρχάς θεωρώ πως η πρόσφατη παρουσίαση του μακροπρόθεσμου οικονομικού προγράμματος του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης από τον κ. Ευ. Βενιζέλο, με μειωμένες δαπάνες κατά 70 % (!!) αποδεικνύει δομικά την άποψη που καταθέτει ο Κων/νος Ζούλας.
Αν η χώρα μας, η οποία έως τώρα δαπανά Χ ποσό για την άμυνά της, είναι σε θέση να θωρακιστεί επαρκώς με μείωση της τάξης του 70 %, σημαίνει πως ένα μεγάλο μέρος αυτού του γραφειοκρατικά στημένου μηχανισμού είναι μη- απαραίτητο, αποτελώντας ταυτοχρόνως οικονομικό και διοικητικό βάρος.
Αυτή τη στιγμή στις Ένοπλες Δυνάμεις εργάζονται 90. 000 επαγγελματίες στρατιωτικοί. Μεγάλο ποσοστό αυτών λειτουργεί αμιγώς «δημοσιοϋπαλληλίστικα» δουλεύοντας αποκλειστικά σε γραφεία, εκτελώντας εργασίες διοικητικής και γραφειοκρατικής υποστήριξης, μην έχοντας καν την παραμικρή ιδέα τρόπου λειτουργίας του περίφημου ελληνικού στρατιωτικού όπλου G3A3. Όσοι, άλλωστε, υπηρέτησαν σε επιτελείο, μεραρχία, σύνταγμα ή συγκρότημα στρατοπέδων δεν θα ξεχάσουν ποτέ το πώς «σκοτώνονταν» στη δουλειά οι περισσότεροι γραφειοκράτες στρατιωτικοί, που συνωστίζονταν από τις τρεις παρά τέταρτο στην πύλη εξόδου των στρατοπέδων, αφού έχουν περάσει μια πολύ…κουραστική μέρα στο γραφείο τους «σερφάροντας» στο Ίντερνετ, αναλύοντας τις περιπτώσεις συνταξιοδότησης, σημειώνοντας τις αργίες στα ημερολόγια, συζητώντας για αυτοκίνητα και ποδόσφαιρο, κουτσομπολεύοντας συναδέλφους και καταστάσεις και που και που διεκπεραιώνοντας και κάνα έγγραφο (η έγκραφο στην καθομιλουμένη του στρατεύματος), έτσι για να περνάει η ώρα, αλλά και να λειτουργεί το όλο σύστημα, ασχέτως αν ο ρυθμός θυμίζει συμπαθή χελώνα…
Φεύγοντας από τα γραφεία, ας περάσουμε στους λεγόμενους «μάχιμους» αξιωματικούς, σ’ αυτούς δηλαδή που εξαντλούν την ιεραρχία, καταλαμβάνοντας τις σημαντικές θέσεις διοίκησης, αφού έχουν περάσει από τις πιο αξιόμαχες μονάδες των συνόρων. Είναι πλέον πασίγνωστο πως η μεγαλύτερη μερίδα αυτών είναι βαθύτατα κομματικοποιημένη και η ανέλιξή τους βασίζεται κατά κύριο λόγο στον κομματικό χρωματισμό τους. Αυτομάτως αντιλαμβανόμαστε πως η αξιοκρατία καταργείται και οι θέσεις καταλαμβάνονται βάση του πατροπαράδοτου πελατειακού συστήματος. Φυσικά, ακούγεται παράλογο το γεγονός πως σε έναν στρατιωτικό οργανισμό οι θέσεις διεκδικούνται με πολιτική πίεση, ενώ η ικανότητα διοίκησης, σχεδιασμού, πολέμου ή ότι άλλη δυνατότητα απαιτείται δεν εκτιμάται καν. Οι αξιωματικοί έχουν στο μυαλό τους την ιεραρχική και κατ’ επέκταση κοινωνική ανέλιξή τους σε πρώτο πλάνο, τηρώντας ισορροπίες, δημιουργώντας συμμαχίες, ασχολούμενοι τέλος πάντων με ο,τιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που θα έπρεπε…Συνταγματάρχες, ταξίαρχοι και υποστράτηγοι (απόστρατοι και μη) πράσινοι και μπλε είναι οι πρώτοι που αντιδρούν σε αντίστοιχη κριτική. Αγνοήστε τους.
Το φαινόμενο της πελατείας στο στράτευμα δεν περιορίζεται μόνο στα ανώτατα επίπεδα. Διαπερνά τα ιεραρχικά σύνορα και είναι εντονότατο στους υπαξιωματικούς και τους επαγγελματίες οπλίτες, οι οποίοι με τη σειρά τους πιέζουν με πολιτικά, στρατιωτικά και εκκλησιαστικά μέσα προκειμένου να τυγχάνουν καλών μεταθέσεων σε μέρη της αρεσκείας τους. Παρόλα αυτά προσβάλλονται εντόνως όταν κάποιος τολμά να γράψει την αλήθεια περί φυγοπονίας, κοπάνας, και προσπάθειας επηρεασμού καταστάσεων με εξω- θεσμικά μέσα και θίγονται για το γεγονός ότι κάποιοι καταγγέλλουν τα κακώς κείμενα, των οποίων όλοι μας υπήρξαμε μάρτυρες.
Το πρόβλημα φυσικά είναι και επιχειρησιακό. Υπαξιωματικοί και αξιωματικοί γνωρίζουν και αποδέχονται τη συμμετοχή της πατρίδας τους στο ΝΑΤΟ, μόνο όταν πρόκειται να μετατεθούν στη Σμύρνη ή τη Νάπολι, ενώ μόλις ακούγεται η λέξη Αφγανιστάν, ξεκινούν τα παράπονα, όπως τι δουλειά έχουμε εμείς εκεί με τους αμερικάνους και δεν ξέρω’ γω τι άλλο μπορεί να σκέφτονται. Προφανώς όταν έκαναν τα όνειρα του επαγγελματία στρατιωτικού, με τη στολή του, που θα τον σέβονται τα παιδιά, θα τον ερωτεύονται οι κοπέλες και οι παππούδες θα τον «αναδεικνύουν» ως πρότυπο, δεν γνώριζαν ποιες υποχρεώσεις έχει μια χώρα που συμμετέχει σε διεθνή στρατιωτικό οργανισμό. Διότι όταν περνάμε από τα λόγια στην πράξη, όπου τα πράγματα δυσκολεύουν στην κυριολεξία και όχι στη φαντασία, ο πατριωτισμός και η ανδρεία των «σύγχρονων ηρώων» φαίνεται πως ακολουθούν πτωτική πορεία. Το μόνο βέβαιο είναι πως αυτοί που αποτελούν πρότυπα για το στράτευμα και όχι μόνο, αυτοί δηλαδή που πολέμησαν με αυταπάρνηση στους πολέμους που ενεπλάκη η Ελλάδα, αυτοί που έδωσαν τη ζωή τους μη γνωρίζοντας ποια τύχη τους περιμένει κατά την επιστροφή τους, αυτοί που θυσιάστηκαν στο βωμό της ελευθερίας και του πατριωτισμού, αυτοί που έζησαν σε πραγματικά δύσκολες συνθήκες και όχι στην σημερινή, εικονική, τηλεοπτική δημοκρατία, εάν έβλεπαν την σημερινή κατάσταση ίσως να γελούσαν, ίσως να έκλαιγαν, πάντως σίγουρα θα ζητούσαν από τους «σύγχρονους ήρωες» να αναστοχαστούν, ίσως να ξεκινήσουν τα πάντα πάλι από το μηδέν, μήπως μπορέσουν και ξεφύγουν από τη φορμαλιστική και υποχρεωτική ύπαρξή τους.
Όσο για εμάς τους απλούς πολίτες, οι οποίοι για λίγο καιρό μετατραπήκαμε σε οπλίτες, εκτός από το να ψάχνουμε τον καλύτερο τρόπο για το πώς θα «καβατζωθούμε» (αφού αυτό ψάχνουν οι επαγγελματίες, δεν θα το ψάξουν οι υπηρετούντες;), γίναμε μάρτυρες ενός μεγάλου θεάτρου του παραλόγου. Από τις πρόβες- παρωδίες της παρελάσεως με τα 2 λεπτά παρέλαση- 10 λεπτά διάλειμμα για τσιγάρο (!!!) όπως χαρακτηριστικά προέτρεπαν οι εκπαιδευτές, έως τις σκοπιές χωρίς πυρομαχικά, τις χωρίς κανένα λόγο αναφορές, την κοροϊδία και τον εμπαιγμό των αδύναμων, περιθωριακών ή διαφορετικών συνανθρώπων μας, τη «μαχιμότητα» που εξαντλείται με τις πρώτες δύο σταγόνες βροχή, την υποχρεωτική, μικρή και αστεία μισθοδοσία, τις στραβωμένες φάτσες αξιωματικών, υπαξιωματικών, εκπαιδευτών, τις ουρές «φτιαγμένων» αυτοκινήτων που περιμένουν βασανιστικά να φύγουν από την κεντρική πύλη, τις απειλές και τα «ψαρώματα», τα ναρκωτικά και τις εξαλλοσύνες, τη χρέωση όπλου σε κάθε σχιζοειδή προσωπικότητα, τις αναβολές και τις αυτοκτονίες, μπορεί ο λάτρης του παραλόγου να βρει ένα τεράστιο πεδίο υπερβολικού φορμαλισμού, μια ύπαρξη μη- ρεαλιστική, έναν οργανισμό ο οποίος φαίνεται ότι υπάρχει απλώς για να υπάρχει…
Η κομματικοποιημένη Πολιτεία από τη μεριά της, φρόντισε να χρωματίσει όσο το δυνατόν περισσότερο το στράτευμα, προκειμένου να διευρύνει την πελατεία της. Δημιούργησε δεκάδες κέντρα εκπαίδευσης νεοσύλλεκτων σε όλη την Ελλάδα, αφενός για να ικανοποιήσει τις τοπικές κοινωνίες με μικροπρόθεσμα ανταλλάγματα, αφετέρου για να αυξήσει τις οργανικές θέσεις απασχόλησης αξιωματικών, υπαξιωματικών και επαγγελματιών οπλιτών κοντά ή μέσα σε αστικά κέντρα, έτσι ώστε η προσπάθεια προσεταιρισμού της πελατείας να γίνεται ευκολότερα, έχοντας απτά, πετυχημένα παραδείγματα. Φρόντισε επίσης να ικανοποιεί τα δικά της παιδιά κατά της περιόδους κρίσεων και μεταθέσεων, όπως σημειώθηκε παραπάνω.
Κατά τη γνώμη μου, οι Ένοπλες Δυνάμεις αποτελούν το ισχυρότερο παράδειγμα της βαθιάς, δομική διαφοράς ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι, μιας διαφοράς η οποία στην Ελλάδα γίνεται όλο και εντονότερη. Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του τόπου δηλώνει ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις είναι πάντα «μάχιμες» και έτοιμες για την αντιμετώπιση οποιουδήποτε περιστατικού. Το πιο πρόσφατο όμως περιστατικό (Ίμια 1996), καθώς και οι προσωπικές εμπειρίες του κάθε σοβαρού πολίτη που υπηρέτησε την τελευταία 20ετία αποδεικνύουν το εντελώς αντίθετο. Η προχειρότητα, η ασυνεννοησία και η ραθυμία είναι τα στοιχεία που υπερτερούν. Όταν βλέπεις σε διακλαδικές ασκήσεις οι συνεννοήσεις να γίνονται μέσω κινητών, όταν βλέπεις υπέρβαρους αξιωματικούς να διατάζουν κάτι το οποίο εάν έπρεπε να το εκτελέσουν οι ίδιοι μάλλον θα έφευγαν με φορείο, όταν βλέπεις ανθρώπους στους οποίους κάποιος ιδιώτης δεν θα εμπιστευόταν ούτε παπάκι, να κουμαντάρουν άρματα μάχης, όταν βλέπεις ότι πολλοί από τους επαγγελματίες οπλίτες είναι απόφοιτοι γυμνασίου και δύσκολα συνταιριάζουν λογικά δυο- τρεις απλές έννοιες, όταν βλέπεις ολόκληρες μονάδες να καταλήγουν σε λάθος μέρος κατά τη διάρκεια άσκησης, όταν βλέπεις τεράστιες ποσότητες υλικών να σαπίζουν μέσα στις αποθήκες ή όταν ακούς στην ορκωμοσία μια φωνή να καλεί από μικροφώνου τους μειονοτικούς «αλλόθρησκους» τότε εύχεσαι να μην υπάρξει πολεμική εμπλοκή ούτε με σφεντόνες, όχι με άρματα και πυροβόλα.
Στο σημείο αυτό νοιώθω την υποχρέωση να εξαιρέσω από τα παραπάνω την ελληνική Πολεμική Αεροπορία (το ιπτάμενο μέρος της τουλάχιστον), καθώς και τις Ειδικές Δυνάμεις του Στρατού και του Ναυτικού. Σε αυτά τα σώματα η εκπαίδευση είναι ρεαλιστική, ενώ μπορεί κανείς να διακρίνει πολύ περισσότερη σοβαρότητα και αξιοπρέπεια των υπηρετούντων, αλλά και των εκπαιδευτών τους (διότι τη σοβαρότητα και το σεβασμό δεν μπορεί πλέον να στα επιβάλλει κάποιος, αλλά μπορεί να τα κερδίσει με την εν γένει παρουσία του, το ήθος του, τον επαγγελματισμό του, το κουράγιο του, την αυτοθυσία και τη στήριξη του διπλανού του). Εάν έλειπαν οι εθνικιστικές κορώνες και οι πολιτικοκοινωνικές «παρεμβάσεις» μέσω συνθημάτων στις παρελάσεις, τα πράγματα θα ήταν ακόμα καλύτερα. Επίσης είναι βέβαιον, πως υπάρχει σημαντική μερίδα αξιωματικών, υπαξιωματικών και επαγγελματιών οπλιτών εκτός των Ειδικών Δυνάμεων, οι οποίοι αποτελώντας εξαίρεση δεν πράττουν σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζω, σέβονται τη θέση τους, τιμούν το στράτευμα και την πατρίδα τους. Αφενός όμως αποτελούν εξαίρεση, αφετέρου δεν καταγγέλλουν ποτέ τις παθογένειες και τις νοσηρές καταστάσεις που εξελίσσονται δίπλα τους, μετατρέπονται και οι ίδιοι σε μέρος του προβλήματος, αφού ενώ γνωρίζουν τι ακριβώς συμβαίνει, σιωπούν, εις βάρος τους αλλά και εις βάρος όλων μας.
Κλείνοντας, θα ήθελα να σημειώσω ότι παρατηρείται κάποιο είδος «ταμπού» όσον αφορά το δημόσιο λόγο περί Ενόπλων Δυνάμεων. Κανείς δεν πρέπει να πει ή να γράψει κάτι κακό γι’ αυτές, γεγονός το οποίο επισημαίνεται και στην οποιαδήποτε κριτική ενασχόληση με την Εκκλησία ή την Προεδρεία της Δημοκρατίας και αποδεικνύει τον επιφανειακό, τυπολατρικό συντηρητισμό μιας χώρας, η οποία δεν ξέρει προς τα πού βαδίζει. Όλοι ψέγουν τα κακώς κείμενα του δημοσίου τομέα, αλλά όταν πρόκειται περί του κατεξοχήν πατριωτικού θεσμού όπως είναι οι Ένοπλες Δυνάμεις κάνουμε τα στραβά μάτια, υποστηρίζοντας ότι όλα εκεί λειτουργούν καλώς, μη τυχόν «προσβληθεί» το στράτευμα και δεν μπορέσει να αναχαιτίσει τον εχθρό όταν έρθει η κακιά η ώρα. Το στράτευμα θα έπρεπε να νοιώθει βαρύτατα προσβεβλημένο για την υφιστάμενη κατάσταση και όχι για την κριτική που σπανίως δέχεται.
Πιέρρος Τζανετάκος
Δημοσιογράφος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υπενθυμίζουμε ότι δεν δημοσιεύουμε ακραία σχόλια υβριστικού ή προσβλητικού περιεχομένου. Παρακαλούμε τους αναγνώστες μας να γράφουν τα σχόλια τους σε Ελληνικά και οχι σε greeklish.