Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

"Η Μπέλα και ο Μπούλης"

Της Μάρθας Σαββοπούλου

Από πολύ μικρή έδειχνε ιδιαίτερη αδυναμία στα ζώα.

Μοναχοπαίδι καθώς ήταν, στο σπίτι δεν είχε άλλο παιδί να παίζει.
Παρέα της είχε τον παππού, τη γιαγιά και τον αδελφό του πατέρα της, τον Ηλία.

Ο θείος Ηλίας ήταν ο μόνος... από τα επτά αδέλφια που έμεινε στο σπίτι με τους γονείς του. Όλα τα άλλα ξενιτεύτηκαν.


Η Ειρήνη, η πεντάχρονη κόρη του αδελφού του, ήταν υπό την προστασία τους.

Αγαπούσε όλα τα ζώα που είχαν στο σπίτι. Μια σταλιά παιδί και τα νοιάζονταν σαν μεγάλη γυναίκα. Τα τάιζε, τα πότιζε, τα χάιδευε και τα μιλούσε αδιάκοπα. Ο παππούς και ο θείος παραξενεύονταν βλέποντάς την να ασχολείται τόσο σοβαρά με αυτά. Ακόμα και όταν έρχονταν κάποιο μικρό παιδί στο σπίτι , η Ειρήνη δεν έκανε τίποτα άλλο, από το να μιλάει γι αυτά με τόσο πάθος και αγάπη, σαν να ήταν άνθρωποι.¬

¬- Πρέπει να την πηγαίνουμε πιο συχνά σε άλλα σπίτια ή να φέρνουμε εδώ παιδιά για να παίζει και να μιλάει μ’ αυτά κι όχι να ξημεροβραδιάζεται στον αχυρώνα και το στάβλο. Mη μας βγει κανένα αλαφροΐσκιωτο, έλεγαν οι δύο άντρες με αγωνία και ενδιαφέρον.

Μόνο η γιαγιά δεν ανησυχούσε.
-Όσοι άνθρωποι αγαπούν τα ζώα είναι καλοί άνθρωποι, έλεγε . Ακόμα είναι πολύ μικρή ,όσο μεγαλώνει θα κάνει παρέες και θα ξεκολλήσει από αυτά. Μη στενοχωριέστε καθόλου, θα δείτε. Το ίδιο δεν έκανε και ο πατέρας της; Το ξεχάσατε; Αυτόν μοιάζει !

Ο θείος Ηλίας πέρα από τη φροντίδα των γονιών του, είχε ευθύνη των χωραφιών και των ζώων.
Όμως η μεγάλη του αδυναμία ήταν το κυνήγι. Ήταν πολύ καλός σ’ αυτό.

Κάθε φορά που πήγαινε , γύριζε με λαγούς. Τον βοηθούσαν τα τρία κυνηγόσκυλα που τα εκπαίδευε με προσοχή και γνώση.
Για σπίτι τους είχαν ένα μέρος του αχυρώνα ,απέναντι από το σπίτι που έμεναν.

Όταν προγραμμάτιζε να πάει για κυνήγι, τα άφηνε νηστικά.

Η Ειρήνη δεν άντεχε να τα βλέπει να κλαψουρίζουν και κρυφά όταν έλειπε ο θείος, τα τάιζε με ψωμί το οποίο έκλεβε από την αποθήκη.

-Άλλη φορά αν το ξανακάνεις θα σε δείρω να το ξέρεις, της έλεγε, αν είναι χορτασμένα δεν βγάζουν λαγούς.
-Καλά, δεν θα το ξανακάνω, απαντούσε η Ειρήνη, αλλά με την πρώτη ευκαιρία έτρεχε κοντά τους με ψωμί.

Όταν η μάνα σκύλα γέννησε τρία σκυλάκια που το ένα από αυτά ήταν καχεκτικό και τεμπέλικο, ο θείος της το χάρισε.
-Το παίρνω στο βουνό κι αυτό μένει πίσω, έλεγε στον πατέρα του, λες και δεν βγήκε από αυτή τη μάνα. Αυτό είναι άλλο τσεσίτι. Δεν είναι κυνηγόσκυλο, είναι φύλακας. Θα το δώσω στη μικρή να έχει την έννοια του και να ασχολείται με αυτό. Μόνο έτσι θα αφήσει τα άλλα στην ησυχία τους.

-Κοίταξε που κι εγώ το ίδιο σκέφτηκα, είπε ο παππούς. Θα της δώσω το κατσικάκι που μου έδωσε ο αδελφός μου. Εμείς έτσι κι αλλιώς κατσίκια δεν έχουμε. Να μην το βάλλω με τα πρόβατα, τι να κάνει μόνο του ανάμεσά τους; Θα το δώσω κι εγώ στην Ειρηνούλα μας. Θα τα βάλλουμε πίσω από τον αχυρώνα, χωριστά από τα άλλα, στον παλιό τούρκικο απόπατο.

Όταν ανακοίνωσαν τα δώρα τους στη μικρή, πέταξε από τη χαρά της!

Θα είχε δυο φίλους ολόδικούς της. Μάλιστα όταν της έδειξαν και το σπίτι τους, η Ειρήνη ήδη είχε σκεφτεί τι θα έκανε.

Μάζεψε παλιά τσουβάλια από λινάτσα και τα έστρωσε μια γωνιά του σπιτιού τους, βρήκε δυο τσίγκινα ρηχά σαχάνια και τα άφησε το ένα δίπλα στο σκύλο και το άλλο δίπλα στην κατσίκα. Σε μια μικρή πλαστική λεκάνη έβαλε αρκετό νερό.
Το σκυλάκι το βάπτισε Μπούλη.

Ο Μπούλης ήταν ένα καφέ μικρόσωμο σκυλί με μαύρα στίγματα στα αφτιά, τα πόδια και την ουρά του.
Το κατσικάκι το βάπτισε Μπέλα.

Η Μπέλα ήταν πολύ ανοιχτόχρωμο καφετί κατσικάκι, σχεδόν άσπρο. Κάτω από το σαγόνι της είχε δυο στενόμακρα μαλακά πραγματάκια, που ήταν τα σκουλαρίκια της. Ήταν πολύ χορευταρού.

Κάθε πρωί που άνοιγε την πόρτα τους, ορμούσαν πάνω της και μάλωναν για το ποιο θα έπαιζε περισσότερο μαζί της. Η Ειρήνη τα τάιζε προσεκτικά και μετά έπαιζε μαζί τους. Στη συνέχεια την ακολουθούσαν στο νηπιαγωγείο, βάζοντάς την στη μέση.
Ο Μπούλης κάθονταν στη πόρτα της εισόδου, στο σχολείο. Στα διαλείμματα, όλα τα παιδιά έπαιζαν μαζί του. Αυτός πλησίαζε πρώτα την Ειρήνη κοιτάζοντάς την στα μάτια κουνώντας την ουρά του.

Η Μπέλα με το που έφθαναν στο σχολείο, έτρεχε δίπλα σ’ ένα χωράφι και σκαρφαλώνοντας στα χαμηλά δέντρα, έτρωγε τα φύλλα τους. Επέστρεφε όταν άκουγε το γάβγισμα του Μπούλη την ώρα που σχολούσε η Ειρήνη.
Παρέα οι τρείς τους επέστρεφαν στο σπίτι.

Η εικόνα του να βλέπει κάποιος ένα μικρό κορίτσι να το συνοδεύουν καθημερινά στο σχολείο δυο ζώα ήταν πολύ τρυφερή μα και απίστευτη.


Στην αρχή όλα τα παιδιά, μικρά και μεγάλα την κορόιδευαν. Πολύ λίγο όμως στεναχωρούσε αυτό την Ειρήνη. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να είναι καλά τα φιλαράκια της και να τα έχει κοντά της.

Πάψανε να την κοροϊδεύουν όταν μια μέρα σ’ ένα διάλειμμα, γλίστρησε και έπεσε στη βρύση του σχολείου που βρίσκονταν έξω από το προαύλιο. Χτύπησε στο χέρι και στο κεφάλι της. Έχασε τις αισθήσεις της και ο Μπούλης γάβγιζε αδιάκοπα και προσπαθούσε με τη μουσούδα και τα πόδια του να την ξυπνήσει.

Η Ειρήνη δε συνέρχονταν. ¨Έτρεξε στο σχολείο κι όπως ήταν ανοιχτή η πόρτα της εισόδου όρμησε επάνω στην πόρτα της αίθουσας γαβγίζοντας και γρατζουνώντας την. Ποτέ του δεν είχε μπεί μέσα στο σχολείο. Πάντα την περίμενε έξω από αυτό, με υπομονή έως ότου σχολάσει.

Η νηπιαγωγός ακούγοντας τα γαβγίσματα, άνοιξε την πόρτα. Αυτός πήδηξε πάνω της και την τρόμαξε. Έψαξε στην αίθουσα την Ειρήνη για να τον ησυχάσει και είδε πως δεν ήταν εκεί. Τότε κατάλαβε. Ο Μπόυλης την έπιασε από το φόρεμα τραβώντας την προς τα έξω. Τον ακολούθησε. Την βρήκαν ξαπλωμένη στη βρύση. Μόλις είχε συνέλθει κοιτάζοντας γύρω της σαν χαμένη. Μόνο όταν την είδε όρθια ο Μπούλης, σταμάτησε το γάβγισμα.

Η συμβίωση της Μπέλας και του Μπούλη ήταν ένα θαύμα. Ποτέ τους δεν καυγαδίζανε και ξάπλωναν ο ένας πλάι στον άλλον πάνω στα τσουβάλια. Κάθε φορά που μάλωνε ο Μπούλης με τις γάτες, η Μπέλα γίνονταν σκύλος και επιτίθονταν σε αυτές. Μόνο όταν έμπαινε στη μέση η Ειρήνη ησύχαζαν.

Αρχές της Μεγάλης Βδομάδας και κάθε χρόνο συνέβαινε ένα σημαντικό γεγονός στο χωριό. Έρχονταν οι κρεατέμποροι με μεγάλα αυτοκίνητα και βοηθούς και έσφαζαν τα ζώα πάνω σε ένα αλώνι έξω από το χωριό, πρόβατα και κατσίκια, να τα διαθέσουν στην αγορά για το Πάσχα.

Τα παιδιά παρακολουθούσαν όλη αυτή τη σκληρή διαδικασία στην αρχή με φόβο αλλά και ενδιαφέρον. Μετά από μια-δυο μέρες είχαν τόσο εξοικειωθεί που δεν τα έκανε αίσθηση η σκληρότητα με την οποία φέρονταν στα ζώα. Θεωρούσαν φυσικό ότι τα μεγαλώνουν οι γονείς τους για να τα πουλήσουν και να βγάλουν χρήματα. Οι βοηθοί των εμπόρων, τα έσφαζαν και μετά τα τρυπούσαν στο πόδι. Έβαζαν ένα καλάμι στην τρύπα και τα φούσκωναν με δύναμη τόσο πολύ, ώστε να ξεχωρίσει το δέρμα και το πρόβατο να γίνει σαν μπαλόνι. Μετά τα χαράσσανε στην άκρη των ποδιών τους και τραβούσαν όλο το δέρμα από πάνω προς τα κάτω χωρίς το κεφάλι. Αυτό έβγαινε ολόκληρο. Βάζανε δυο ξυλάκια από την μια πλευρά έως την άλλη των μπροστινών και των πισινών ποδιών. Το δέρμα έμενε τεντωμένο και το κρεμούσαν στα δέντρα έως ότου στραγγίξει.

Τα ζώα επίσης τα κρεμούσαν σε μεγάλους γάντζους στις οροφές των φορτηγών που ήταν κατάλληλα διαμορφωμένες.
Εκατοντάδες πρόβατα και κατσίκια ταξίδευαν μ’ αυτό τον τρόπο από το χωριό στην πόλη.
Ούτε μια στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό της Ειρήνης ότι και η Μπέλα θα είχε αυτή την τύχη.

Πολλά χρόνια αργότερα κατάλαβε τι είχε γίνει πραγματικά.

Το μόνο που άκουσε από τον παππού και τον θείο όταν επέστρεψε το μεσημέρι στο σπίτι, ήταν ότι η Μπέλα αρρώστησε, πέθανε και ότι την έθαψαν στην κάτω πλευρά του κήπου. Μάλιστα για να γίνουν πιο πιστευτοί, έσκαψαν ένα τετράγωνο μέρος στο μέγεθός της, όπου κάθε τόσο η μικρή άφηνε λίγα αγριολούλουδα .
Έτσι έμεινε μόνη της με το Μπούλη, να τον προσέχει και να τον αγαπάει ακόμα περισσότερο, γιατί τον άκουγε να κλαψουρίζει για αρκετές μέρες από τότε που έχασε την παρέα του.

Η Ειρήνη δεν πόνεσε τόσο πολύ για τη Μπέλα. Παρά τη μικρή της ηλικία ,θεωρούσε φυσικό γεγονός την απώλεια κάποιου ζωντανού οργανισμού από αρρώστια.
Ο Μπούλης όμως πώς να το κατανοήσει; Καθόταν λοιπόν και του έκανε παρέα μέσα στο σπιτάκι του ατέλειωτες ώρες.

Η Ειρήνη πήγε στο Δημοτικό και ο Μπούλης συνέχισε άοκνα να τη συνοδεύει. Μόνο που τώρα δεν την περίμενε στα διαλείμματα . Εξαφανίζονταν και επέστρεφε όταν έρχονταν η ώρα να σχολάσει η μικρή και να την πάει στο σπίτι. Μετά πάλι χάνονταν για να επιστρέψει το βράδυ.

Η αλλαγή των συνηθειών του της έκαναν εντύπωση .
- Ψάχνει γυναίκες, έλεγε ο θείος Ηλίας και γελούσαν όλοι μαζί.

Ο Μπούλης όμως το είχε παρακάνει. Μόνο για ύπνο έμπαινε στο σπιτάκι του, κι αυτόν πολλές φορές ούτε που τον καταδεχότανε, όπως και την Ειρήνη. Παρ’ όλα αυτά ήταν πάντα συνεπής στο να την συνοδεύει στο σχολείο. Τότε ήταν η γιαγιά που του άλλαξε το όνομα. Τον βάπτισε « αλήτη ».
Ένα βράδυ είχαν έρθει από άλλο χωριό ξένα σκυλιά. Τα σκυλιά του χωριού προσπάθησαν να τα διώξουν. Μια μεγάλη μάχη διεξάγονταν στην πλατεία τη νύχτα ώσπου ξύπνησαν τον κόσμο και οι άντρες τα χώρισαν, απομακρύνοντας τα ξένα .
Ο Μπούλης τραυματισμένος και δαγκωμένος κούρνιασε κατάκοπος στη γωνιά του.
Την επομένη το πρωί η Ειρήνη του πήγε φαγητό, του άλλαξε το νερό, αλλά αυτός ούτε που κουνήθηκε από τη θέση του. Ήταν η πρώτη φορά που δεν τη συνόδεψε στο σχολείο.
Το ίδιο συνέβη και την επομένη. Ο Μπούλης κλαψούριζε πολύ σιγά και δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του.
Δυο μέρες αργότερα ο θείος έφερε το κακό μαντάτο στο σπίτι. Η Κτηνιατρική Υπηρεσία είχε ειδοποιήσει πως κάποιο από εκείνα τα σκυλιά της βραδινής σύρραξης , ήταν λυσσασμένο. Για το λόγο αυτό θα έπρεπε να θανατωθούν όλα τα σκυλιά που ενεπλάκησαν στη φασαρία.
Με βαριά καρδιά είπε στην Ειρήνη πως ο Μπούλης ήταν πάρα πολύ άρρωστος και ότι δεν έπρεπε να τον πλησιάζει όχι μόνο αυτή ,αλλά ο οποιοσδήποτε άλλος για να μη κολλήσει αυτήν τη φοβερή αρρώστια.
_Δεν υπάρχει κανένα φάρμακο; Ρώτησε ο παππούς.
_Δυστυχώς όχι, απάντησε πολύ στενοχωρημένος ο θείος Ηλίας. Η εντολή είναι ξεκάθαρη. Όχι μόνο πρέπει να τα σκοτώσουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα αλλά και να τα θάψουμε καλά.
_Αν είναι έτσι κάντο, του είπε ο παππούς, αλλά πήγαινε τη μικρή στη θεία της για να μην καταλάβει.
_Πάμε μια βόλτα στη θεία , να παίξεις για λίγο με τον ξάδελφό σου ,της είπε.
Η Ειρήνη αρνήθηκε με επιμονή. Ο παππούς και η γιαγιά προσπαθούσαν να την απασχολήσουν με διάφορα τερτίπια.
Είδε το θείο να κατευθύνεται στο δωμάτιο όπου φύλαγε την κυνηγετική καραμπίνα του και μετά από λίγα λεπτά άκουσε το «μπαμ».
Ο Μπούλης , όπως ήταν καλά δεμένος προσπάθησε να ορμήσει πάνω του.
_Λες και ήταν ένα ξένο άγριο σκυλί, έλεγε στον πατέρα του.Τα μάτια του γυάλιζαν και τα σάλια του που έτρεχαν κατάβρεξαν όλο το χώρο.

Τον τύλιξε σε μια παλιά στρατιωτική κουβέρτα και τον έθαψε δίπλα στον υποτιθέμενο τάφο της Μπέλας. Μετά έκαψε με βενζίνη όλα τα αντικείμενα που είχαν σχέση με τον Μπούλη. Η Ειρήνη τον κοίταζε με μεγάλο πόνο χωρίς να κλαίει.

Είχε αρχίσει να σουρουπώνει, όταν ο θείος Ηλίας την πήρε από το χέρι και της έδειξε το τελευταίο σπιτάκι του Μπούλη . Τότε γέμισαν τα μάτια της δάκρυα.
_Είναι εδώ παρέα με τη Μπέλα; τον ρώτησε.
_Όχι, της είπε ,κοίταξε εκεί ψηλά, και της έδειξε δυο μικρά άσπρα συννεφάκια το ένα πολύ κοντά στο άλλο. Είναι εκείνα εκεί. Κοίταξέ τα! Παίζουν και χαίρονται μαζί, όπως έκαναν παλιά, όταν ήταν μικρά!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υπενθυμίζουμε ότι δεν δημοσιεύουμε ακραία σχόλια υβριστικού ή προσβλητικού περιεχομένου. Παρακαλούμε τους αναγνώστες μας να γράφουν τα σχόλια τους σε Ελληνικά και οχι σε greeklish.